- παγιδεύει
- παγιδεύωlay a snare forpres ind mp 2nd sgπαγιδεύωlay a snare forpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακόντα — (anaconda). Ερπετό της οικογένειας των βοϊδών (τάξη λεπιδωτά). Είναι ένα από τα μεγαλύτερα φίδια: το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει τα 7 μ. και το βάρος του τα 100 κιλά. Έχει χρώμα καστανό λαδοπρασινωπό, με μαύρες κηλίδες. Όπως και τα άλλα μεγάλα… … Dictionary of Greek
παγιδευτικός — παγιδευτικός, ή, όν (Μ) [παγιδεύω] 1. αυτός που παγιδεύει κάποιον 2. δελεαστικός … Dictionary of Greek
ακανθόμετρα — (acanthometron). Θαλάσσια πρωτόζωα που ανήκουν στην τάξη των ακτινοπόδων και ο οργανισμός τους περιβάλλεται από μια κάψα που δεν έχει πόρους και αποτελείται από ακανθίνη. Πρωτοεμφανίστηκαν στην κάμβριο περίοδο και πιθανώς τα μεγάλα αποθέματα… … Dictionary of Greek